-
1 δοκοί
δοκέωexpect: pres opt act 3rd sg (attic epic doric)δοκόωfurnish with rafters: pres ind mp 2nd sgδοκόωfurnish with rafters: pres opt act 3rd sgδοκόωfurnish with rafters: pres ind act 3rd sgδοκώfem dat sg -
2 δοκοῖ
δοκέωexpect: pres opt act 3rd sg (attic epic doric)δοκόωfurnish with rafters: pres ind mp 2nd sgδοκόωfurnish with rafters: pres opt act 3rd sgδοκόωfurnish with rafters: pres ind act 3rd sgδοκώfem dat sg -
3 δοκοί
δοκόςbearing-beam: masc /fem nom /voc plδοκόωfurnish with rafters: pres subj mp 2nd sgδοκόωfurnish with rafters: pres ind mp 2nd sgδοκόωfurnish with rafters: pres subj act 3rd sg -
4 δοκοὶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκοὶ
-
5 ἀκοντο-δόκοι
ἀκοντο-δόκοι, ἄνδρες Simon. 42 (VII, 443), nach E. M. der sich vor dem Speere hütet, ihn beobachtet.
-
6 ἰχθυ-δόκοι
ἰχθυ-δόκοι, σπυρίδες Leon. Tar. 25 (VI, 4), Fische enthaltend, aufnehmend.
-
7 στρωτήρ
A rafter laid upon the bearing beam; mostly in pl., Ar.Fr.72; of a drunken man,ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν Thphr.Vert.12
, cf. IG22.1672.63, al., 42(1).102.179,235 (Epid., iv B.C.), Ph.Bel.87.25, Plb.5.89.6, IG12(3).324.11 (Thera, ii A.D.): generally, cross-beam, Hp.Art.7,78; expld. by σανίδες εἰς ὀροφὴν ἐπιτήδειοι, AB302; opp. δοκοί, Str.16.4.13; difft. from δοκοί and ἀπότομα, BGU1546.8 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρωτήρ
-
8 κατα-στεγάζω
κατα-στεγάζω, bedachen, bedecken; ῥιψὶ τὸν νέκυν Her. 4, 71; Plat. Critia. 115 e; τὰς ὀροφὰς κατεστέγασαν λίϑιναι δοκοί D. Sic. 2, 10.
-
9 εἰλάτινος
-
10 ἐγ-κάρσιος
ἐγ-κάρσιος, α, ον, schief, schräg; ὁδός Her. 1. 180; τεῖχος Thuc. 6, 99; δοκοί 2, 76; κύκλος, die Ekliptik, Arist. mund. 2; τάφρος Polyaen. 6, 17; übertr., ἀποδείξεις Plut. Symp. 2, 1, 2.
-
11 αμειβω
(aor. ἤμειψα - дор. ἄμειψα с ᾱμ; aor. med. ἠμειψάμην и ἠμείφθην; aor. pass. ἠμείφθην)1) тж. med. менять(ся), обменивать(τί τινος Hom., Plut. и τι ἀντί τινος Pind., Eur.)
πρός τινά τι ἀ. τινος Hom. — выменивать у кого-л. что-л. на что-л.;ἀμείψασθαί τι πρὸς νόμισμα Plut. — вернуть что-л. в обмен на деньги;ἀ. χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ Aesch. — принимать пурпурную окраску;μορφέν ἀμείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν Eur. — сменив внешность бога на человеческую;ἀμεῖψαί τινα ἀντὴ τῆς ψυχῆς ἑαυτοῦ Eur. — спасти кого-л. ценой своей жизни2) сменять, чередоватьὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀ. Hom. — медленно передвигать ноги;преимущ. med. — чередоваться, сменяться, перемежаться:ἀ. τι διαδοχαῖς χεροῖν Eur. — передавать что-л. из рук в руки;ἀμείβει καινὸν ἐκ καινῶν τόδε Eur. — вот новое событие приходит на смену недавним;ἐν ἀμείβοντι (sc. χρόνῳ) Pind. — попеременно, чередуясь;οἱ ἀμείβοντες (sc. δοκοί или στρωτῆρες) Hom. — кровельные стропила;ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον Hom. — они посменно несли стражу;ἀμειβόμενος προσηύδα Hom. — он, в свою очередь, сказал (ср. 5)3) воздавать, отплачивать(τινά τινι Hom., реже τινί τι Eur. и τινά τινος Luc.)
εὖ τινα δώροισιν ἀμείψασθαι Hom. — вознаградить кого-л. богатыми дарами;ἀμείψεται φόνον φόνος Eur. — убийство будет возмездием за убийство;χάριν τινὴ ἀμεῖψαι Aesch. — отблагодарить кого-л.;εὐεργεσίας ἀξίαις χάρισιν ἀμείβεσθαι Xen. — достойно отблагодарить за благодеяния;πολλοῖσι κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο Eur. — многие поплатились за преступную корысть;δίδυμα παλίμποινα ἀμεῖψαι Aesch. — возместить в двойном размереβίοτον ἀμεῖψαι (v. l. ἀμείψασθαι) Aesch. — прожить жизнь5) med. отвечать, возражать(τινα Hom., Eur.)
χαλεποῖσιν ἀμείβεσθαι ἐπέεσσιν или μύθοισιν Hom. — обмениваться сердитыми речами, перебраниваться; -
12 καταστεγαζω
(тж. κ. ἄνωθεν Plat.) покрывать(τὸν νεκρὸν ῥιψί Her.; τέν τάφρον χορτῳ καὴ λίθοις Arst., τὰς ὀροφὰς κατεστέγαζον λίθιναι δοκοί Diod.)
-
13 μεσοδμη
ἥ1) поперечная балка ( кровля опиралась на систему балок поперечных - μεσόδμαι - и продольных - δοκοί) Hom.2) корабельная балка ( с гнездом для мачты) Hom. -
14 προσιππευω
подъезжать верхом, aor. прискакать(τινί Plut.)
οἱ ἱππῆς προσιππεύοντες ᾗ δοκοῖ προσέβαλλον Thuc. — (халкидонские) всадники совершали конные атаки всюду, где считали возможным -
15 τετραγωνος
-
16 πρόσκειμαι
A v. κεῖμαι), serving as [voice] Pass. to προστίθημι, to be placed or laid by or upon, lie by or upon, οὔατα προσέκειτο handles were upon it, Il.18.379; τῇ θύρᾳ πρόσκεισο keep close to the door, Ar.V. 142, cf. E.Ph. 739; δοκοὶ τῷ τείχει.. προσκείμεναι lying near the wall, Th.4.112; of places, lie near, be adjacent,τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Plb.3.24.2
, etc.; ὁ προσκείμενος [ ἵππος] the inside horse (turning a corner), S.El. 722: metaph., πρόσκειται τὸ κάλλος ( ὁ καλός ap. Stob.)τῷ ἀγαθῷ X.Oec.6.15
.3 of pessaries, to be applied, remain in place, Hp.Nat.Mul. 109, Mul.1.37.II generally, to be involved in or bound up with,εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ S.El. 240
(lyr.); ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ ib. 1040; ; cf. infr. 111.2 to be attached or devoted to, τινι Hdt. 6.61;τῷ δήμῳ Th.6.89
, etc.: abs., θεραπεύων π. Id.8.52; devote oneself to the service of a god,τῷ Διονύσῳ D.C.51.25
; π. διάκονος καὶ ἀκόλουθος ἐκείνῳ (sc. τῷ θεῷ) Arr.Epict.4.7.20; also of things, π. τῷ λεγομένῳ put faith in a story, Hdt.4.11; π. οἴνῳ, τῇ φιλοινίῃ, to be addicted to wine, Id.1.133, 3.34; ἄγραις devote oneself to hunting, S.Aj. 407 (lyr.);ταῖς ναυσί Th.1.93
, cf. 8.89;τῇ τοῦ ὄντος ἰδέᾳ Pl.Sph. 254a
;τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει Paus.2.21.10
;τοῖς Δημοσθένους λόγοις Aristid.2.315J.
;θειασμῷ Th.7.50
, Plu.Nic.4.3 urge, entreat, solicit,Κύρῳ π. δῶρα πέμπων Hdt.1.123
; π. αὐτῷ ἀξιοῦντες .. X.HG3.4.7: abs., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι with importunity, Ar.Fr. 543; προσκείμενος ἐδίδασκε with zeal, Th.7.18;δεόμενοι προο έκειντο Plu. Per.33
.b in military sense, press hard, pursue closely,ἡ ἵππος προσέκειτο πᾶσα Hdt.9.57
, cf. 40,60;ᾗ μάλιστα αὐτοῖς προσκέοιντο Th.4.33
, etc.; τὸ προσκείμενον the pressure of the enemy, Hdt.9.61; : metaph.,ἀνάγκης ἀεὶ προσκειμένης Pl.Phdr. 240e
: rarely c. acc., (s.v.l.).III to be assigned to, fall to, belong to,τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη πρόσκειται Hdt.1.118
, cf. 2.83, etc.; τῷ πρόσκειμαι δούλα; E.Tr. 185 (lyr.), cf. Hdt.1.196; of qualities,τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν S.Ant. 1243
;βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ π. σοφά Id.Fr. 102
;ἦ πόλλ' ἀγρώταις σκαιὰ π. φρενί E.Rh. 266
; ; τὸ ῥῆμα πρόσκειται τῇ προτέρᾳ τέρᾳ αἰτιατικῇ belongs to.., A.D.Synt.243.20; to be laid upon as a charge, business, , cf. 1.119;ἐμοὶ τοῦτο π., μηδένα πελάζειν δόμοις E.Hel. 443
;ἄλλῳ δ' ἄλλο π. γέρας, σὲ μὲν μάχεσθαι, τοὺς δὲ βουλεύειν καλῶς Id.Rh. 107
; of punishments,προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῦντι X.Vect.4.21
(sed leg. προκ-).2 to be added or attached to, ἄλγος ἄλγει π. E.Alc. 1039;ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοὶς π. πῆμα Id.Heracl. 483
;κέρδος πρὸς ἔργῳ Id.Rh. 162
;π. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ Pl.Ap. 30e
; ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει thou wilt be for ever hated by.., S.Ant.94;ταῦτα προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Isoc.15.196
: abs.,ἡ χάρις προσκείσεται S.OT 232
; ; αἱ γραφαὶ (of νώ)οὐκ ἔχουσι τὸ ῑ προσκείμενον A.D.Pron.86.12
; τὰ ἀντίγραφα οὐκ ἔχει προσκείμενον τῷ φρενιτικοί τὸ εἰσίν" Gal.16.491, cf. 840.3 Arith. and Geom., to be added, opp. ἀφῃρῆσθαι, Arist.EN 1132b7, cf. 1138a19, PCair.Zen.707.3, 709.7 (iii B.C.); προσκείσθω ποτί .. Archim.Spir.10; also κοινὸς -κείσθω λόγος let the ratio be multiplied into both, Papp.66.28.4 in Logic, to be added as a determinant (v.πρόσθεσις 111.2
),τὸ προσκείμενον Arist.Int. 21a21
; τοῖς ὅροις, ἄλλῳ π., Id.APr. 30a1, Metaph. 1029b31; so later, to be specified or given in a document, ὁ αὐτὸς χρόνος π. BGU 388 ii 37 (ii A.D.), cf. PRyl.421.36 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκειμαι
-
17 σησάμινος
A made of sesame, σ. ἔλαιον sesame-oil, PRev.Laws 40.10 (iii B.C.), PPetr.3p.218 (iii B.C.), Str.16.4.26, Dsc.1.34;δοκοί Peripl.M.Rubr.36
;σ. χρῖμα X.An.4.4.13
(σ. ξύλα is prob. f.l. for συκάμινα in Dsc.1.98).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σησάμινος
-
18 τετράγωνος
A with four angles, but usu. square, Hdt.1.178, 181, 2.124, Hp.Fract.13; δοκοὶ τ. squared, Th.4.112; ξύλα τ. IG12.313.101, 42(1).108.162, al. (Epid., iv/iii B.C.); τ. ἐργασία, of the Hermes-statues, Th.6.27;πρόσωπον -ότερον Arist.Phgn. 809b16
; κύκλος τετράγωνος ταῖς ἐπιφανείαις a ring with four surfaces, the breadth of the outer and inner equal to the depth of the two sides, Ptol.Alm.5.1 (with the commentary of Procl.Hyp.6.3).2 τὸ τ. a square, Pl.R. 510d, and freq. in Geom., but sts. of any quadrilateral, Arist.Metaph. 1054b2, cf. Hero *Deff.100, Procl. in Euc.p.166 F.b in Tactics, a body of men drawn up in square, X.Lac.12.1;τ. τάξις Th.4.125
.3 τ. ἀριθμός a square number, i.e. a number made up of two equal factors, Pl.Tht. 147e, Phld.Sign.1,15.II metaph., square, i.e. perfect as a square, ;τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα φάναι τετράγωνον Arist.Rh. 1411b27
, cf. EN 1100b21.III ἱμάτιον τ., of the χλαῖνα which hung square, while the χλαμύς took a circular form, Id.Fr. 500; contrasted with the ἡμικύκλιον formed by the Roman toga, Posidon.36 J., App.BC 5.11.2 οἱ ἔμποροι καὶ οἱ τὴν τ. ἐργαζόμενοι perh. those who trade in the ἀγορὰ τετράγωνος, Durrbach Choix d'Inscrr. de Délos 138.IV Adv.- νως Philostr.VA7.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράγωνος
-
19 ἐλύμνιαι
ἐλύμνιαι· δοκοὶ ὀροφῆναι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλύμνιαι
-
20 ὀκτωκαιδεκάπηχυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτωκαιδεκάπηχυς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δοκοῖ — δοκέω expect pres opt act 3rd sg (attic epic doric) δοκόω furnish with rafters pres ind mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres opt act 3rd sg δοκόω furnish with rafters pres ind act 3rd sg δοκώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκοί — δοκός bearing beam masc/fem nom/voc pl δοκόω furnish with rafters pres subj mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres ind mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
ДОМ — • Domus. I. Греческий дом. Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… … Реальный словарь классических древностей
верх — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. l) (греч. κεφαλή, κορυφή), вершина (Втор. 33, 15; 2 Цар. 14,… … Словарь церковнославянского языка
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
αντηρίδα — η (AM ἀντηρίς) νεοελλ. 1. δοκός ή άλλη ανάλογη κατασκευή (ξύλινη, πέτρινη, μεταλλική) που χρησιμεύει ως στήριγμα στις εκσκαφές και στην οικοδομική 2. εσωτερικό ενισχυτικό στήριγμα, που προεξέχει από την όψη ενός τοίχου και χρησιμεύει είτε για την … Dictionary of Greek